- πορφυρόστρωτος
- -ον, ΜΑστρωμένος με πορφυρά υφάσματα (α. «πορφυρόστρωτος πόρος», Αισχύλ.β. «κλίνην πορφυρόστρωτον», Κ. Μανασσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + στρωτός (< στρώννυμι «στρώνω»), πρβλ. λιθό-στρωτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πορφυρόστρωτος — spread with purple cloth masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρόστρωτον — πορφυρόστρωτος spread with purple cloth masc/fem acc sg πορφυρόστρωτος spread with purple cloth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυροστρώτῳ — πορφυρόστρωτος spread with purple cloth masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek